- φαρμακοφορείο
- τοφορείο φαρμάκων, στρατιωτικό όχημα μεταφοράς φαρμάκων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαρμακοφορείο — το, Ν [φαρμακοφόρος] στρ. φορείο φαρμάκων … Dictionary of Greek